Είναι μία μέθοδος θεραπείας που βασίζεται στους θεραπευτικούς νόμους της φύσης, ασκείται από ειδικευμένους γιατρούς και εφαρμόζεται με τα ομοιοπαθητικά φάρμακα. Η ομοιοπαθητική δεν θεραπεύει “ασθένειες” αλλά “ασθενείς”, δηλαδή αντιμετωπίζει κάθε ασθενή ως μία ξεχωριστή περίπτωση. Έτσι δεν έχει νόημα η ερώτηση “έχετε φάρμακο για την τάδε ασθένεια;” αλλά μάλλον “ποιό είναι το κατάλληλο φάρμακο για τον τάδε ασθενή, που εμφανίζει αυτά τα συμπτώματα και έχει αυτές τις ψυχοσωματικες ιδιαιτερότητες;” Για την ίδια “ασθένεια” ενδέχεται σε διαφορετικούς ασθενείς να χορηγηθούν διαφορετικά φάρμακα.

Η ομοιοπαθητική διαφέρει από τη συμβατική θεραπευτική κατά τό ότι επιχειρεί να θεραπεύσει όχι απλά τα επιφανειακά συμπτώματα, αλλά κυρίως τις βαθύτερες αιτίες που εξασθένι- σαν τον οργανισμό και επέτρεψαν την εμφάνιση “ασθενειών”. Έτσι με την ομοιοπαθητική θεραπεύεται όχι μόνο η “ασθένεια” που προβάλλει, αλλά διαδοχικά και άλλες βαθύτερες αδυναμίες του οργανισμού.

Η ομοιοπαθητική ιατρική, η ομοιοπαθητική οδοντιατρική και η ομοιοπαθητική κτηνιατρική είναι συχνά αποτελεσματικές, εκεί όπου άλλες θεραπευτικές μέθοδοι έχουν αποτύχει και μπορεί να βοηθήσουν στη μείωση της λήψης συμβατικών φαρμάκων.

  • Το ομοιοπαθητικό «φάρμακο» δεν εθίζει και δεν έχει παρενέργειες.
  • Η ομοιοπαθητική επικεντρώνεται στη βελτίωση του επιπέδου υγείας του οργανισμού, πράγμα που συνεπάγεται την ίαση/εξάλειψη της ασθένειας και όχι απλώς την καταστολή των συμπτωμάτων.
  • Στην ομοιοπαθητική ο ασθενής αντιμετωπίζεται σαν ένα ολοκληρωμένο σωματικό- Ψυχικό-πνευματικό σύνολο, η υγεία του οποίου έχει επηρεασθεί από διάφορους νοσογόνους παράγοντες.
  • Οι ασθενείς που έχουν θεραπευθεί με ομοιοπαθητική αγωγή, πέρα από την ίαση της ασθένειάς τους, δηλώνουν ότι «νοιώθουν πολύ καλύτερα με τον εαυτό τους, νοιώθουν πολύ καλύτερα μέσα τους.»
  • Η ομοιοπαθητική θεραπεία είναι ασφαλής, αποτελεσματική, ακίνδυνη και συμβατή με την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπινου οργανισμού.

Καταρχήν όλες τις “ασθένειες”, ακόμη και τις πιο σοβαρές, αρκεί να μην είναι τόσο αργά, ώστε ο οργανισμός να έχει εξασθενήσει (από την αρρώστια ή την τοξίνωση που τυχόν του προκάλεσαν διάφορα φάρμακα), σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί να αναλάβει έγκαιρα και η χειρουργική επέμβαση πια είναι αναπόφευκτη.

Πρακτικά μπορεί να θεραπεύσει ή να βοηθήσει προβλήματα παθολογικά, παιδιατρικά, δερματικά, γυναικολογικά, νευρολογικά, ψυχιατρικά κ.ά.

Ομοιοπαθητική μπορούν να κάνουν οι ασθενείς κάθε ηλικίας, από τη βρεφική ηλικία μέχρι τους υπερηλίκους. Επίσης άτομα που βρίσκονται σε ειδικές καταστάσεις, όπως εγκυμοσύνη, γαλουχία, μετεγχειρητική κατάσταση κλπ.

Η εξέταση του ασθενούς δεν διαφέρει ουσιαστικά από τη συνηθισμένη εξέταση που κάνει ένας κλασικός γιατρός. Καταρχήν το ιστορικό του ασθενούς, όπου κι αναφέρεται η διάγνωση της πάθησης για την οποία έρχεται και τα χαρακτηριστικά συμπτώματά της, όπως επίσης και άλλα πιθανά προβλήματα που έχει ο ασθενής, το ατομικό και κληρονομικό αναμνηστικό, στοιχεία από την ιδιοσυγκρασία του ασθενούς (ψυχισμός, ύπνος, διατροφή, σεξουαλική λειτουργία κλπ.), και τελικά ακολουθεί η κλασική κλινική εξέταση (ακρόαση, ψηλάφηση, μέτρηση σφυγμών, αρτηριακής πίεσης, έλεγχος αντανακλαστικών κλπ.). Όταν κρίνεται αναγκαίο από το γιατρό, μπορεί να ζητηθούν επιπλέον εργαστηριακές εξετάσεις (μικροβιολογικές, βιοχημικές, ακτινολογικές κ.ά.).

Καμία σχέση δεν έχει η ομοιοπαθητική με την ψυχανάλυση η την υποστηρικτική ψυχοθεραπεία, ούτε χρησιμοποιεί κάποιες τεχνικές αυτών των θεραπευτικών. Η ομοιοπαθητική είναι μία ολοκληρωμένη και ανεξάρτητη θεραπευτική. Την ψυχανάλυση και την ψυχοθεραπεία τις δεχόμαστε ως τελείως διαφορετικές μεθόδους με την όποια αποτελεσματικότητά τους. Υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι το αποτέλεσμα της ομοιοπαθητικής είναι προϊόν ψυχανάλυσης ή ψυχοθεραπείας. Αυτό βέβαια δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Άλλοι πάλι προσπαθούν να “παντρέψουν” αυτές τις θεραπευτικές με την ομοιοπαθητική, επειδή πιστεύουν στο “καλύτερο αποτέλεσμα” που προκύπτει από το συνδυασμό αυτόν. Εδώ διατηρούμε αρκετές επιφυλάξεις, διότι η εμπειρία έχει δείξει ότι τέτοιες πρακτικές περρισσότερο δημιουργούν κάποιες εμπλοκές και λιγότερο βοηθούν.

Και εδώ ισχύουν αυτά που αναφέραμε στην προηγούμενη ερώτηση. Πρόκειται για δύο ανεξάρτητες θεραπευτικές μεθόδους που δεν πρέπει να μπερδεύονται. Θα πρέπει λοιπόν ο ασθενής να κάνει ή μόνο ομοιοπαθητική ή μόνο βελονισμό. Κανονικά δεν πρέπει να εφαρμόζονται συγχρόνως και οι δύο θεραπευτικές, διότι δεν έχουμε ουσιαστικά αποτελέσματα. Εάν κάποιος ασθενής έκανε βελονισμό και δεν είχε αποτέλεσμα, μπορεί να δοκιμάσει άνετα ομοιοπαθητική.

Είναι γαληνικά σκευάσματα , δηλαδή “φτιαχτά φάρμακα”. Προέρχονται από ουσίες φυτικές, ορυκτές ή και ζωικές, επεξεργασμένες με τελείως φυσικό τρόπο, χωρίς καμία επίδραση κάποιου χημικού παράγοντα. Κυκλοφορούν σε διάφορες μορφές, όπως κάψουλες, υπογλώσσια δισκία, ενέσιμα, υπόθετα, κολλύρια, διαλύματα, αλοιφές.

Παρασκευάζονται από εξειδικευμένους φαρμακοποιούς με ειδική φαρμακοτεχνική μέθοδο, κατά την οποία η αρχική ουσία αραιώνεται διαδοχικά σε υδατικά διαλύματα τα οποία υποβάλλονται σε ταυτόχρονες δονήσεις. Διατίθενται από πολλά εξειδικευμένα φαρμακεία.

Δρουν σε όλο τον οργανισμό, ενισχύοντας τους επί μέρους αμυντικούς του μηχανισμούς με τελικό αποτέλεσμα την αποκατάσταση της ψυχοσωματικής του ισορροπίας και την αποθεραπεία. Ενεργούν διαφορετικά από τα συνηθισμένα χημικά φάρμακα, μη εντοπιζόμενα σε έναν μόνο ιστό ή όργανο.

Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα είναι ακίνδυνα και δεν έχουν παρενέργειες. Στη χειρότερη περίπτωση είναι αδρανή, δηλαδή αν τυχόν δεν έχει γίνει σωστή διάγνωση και ως εκ τούτου δεν έχει δοθεί στον ασθενή το κατάλληλο φάρμακο, δεν θα έχουμε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και θα απαιτηθεί νέα διάγνωση και άλλο φάρμακο.

Ο λόγος που δεν έχουν παρενέργειες είναι ότι κατά την παρασκευή τους έχουν αραιωθει σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατο να επιδράσουν χημικά στον οργανισμό όπως τα συνηθισμένα φάρμακα. Αντίθετα έχει ενισχυθεί και αυξηθεί η θεραπευτική τους δράση. Γι’ αυτόν το λόγο τα ομοιοπαθητικά φάρμακα δίνονται ακίνδυνα και σε περιπτώσεις που τα κλασικά αντενδείκνυνται, όπως είναι η κύηση και η ηπατίτιδα.

Ο οργανισμός δεν εθίζεται στα ομοιοπαθητικά όπως συμβαίνει αρκετές φορές με τα κλασικά φάρμακα.

Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα πρέπει να φυλάσσονται μακριά από έντονες μυρωδιές, υγρασία, ηλιακή ή άλλη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία (τηλεόραση, κινητό τηλέφωνο, φούρνο μικροκυμάτων). Δεν πρέπει να φυλάσσονται στο ψυγείο.

Ένα ποσοστό ασθενών, τις πρώτες μέρες μετά την έναρξη της θεραπείας, είναι πιθανό να παρουσιάσει εντονότερα κάποιο από τα συμπτώματα που ήδη έχει (π.χ. πονοκέφαλο, αρθριτικούς πόνους, έκζεμα), πράγμα όμως που είναι ακίνδυνο για τον οργανισμό. Αυτό συμβαίνει γιατί ο οργανισμός κινητοποιείται και δίνει τη μάχη του. Είναι ένα “ξέσπασμα” που ακολουθείται συνήθως από βελτίωση, μία ένδειξη ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Δεν θα πρέπει όμως οι ασθενείς να αποδίδουν οποιαδήποτε συμπτώματα στην ομοιοπαθητική αγωγή, όπως μία καταρροή από κρυολόγημα, έναν πόνο από ψύξη, μία διάρροια από τροφική δηλητηρίαση κλπ. Βέβαια, αν τα συμπτώματα επιμένουν, θα πρέπει να συμβουλευτούν το γιατρό.

Σε ένα πρόσφατο, οξύ περιστατικό, η βελτίωση είναι άμεση και η αποθεραπεία σύντομη. Σε χρόνιο περιστατικό απαιτείται περισσότερο διάστημα, ιδίως αν ο οργανισμός έχει καταπονηθεί ή τοξινωθεί από ισχυρά κλασικά φάρμακα, που δοκιμάστηκαν χωρίς επιτυχία.

Εξαρτάται από τους εξής δύο παράγοντες:

  1. Από τη σωστή επιλογή του φαρμάκου που ενδείκνυται για τον ασθενή. Σε αυτό παίζουν σπουδαίο ρόλο αφενός η σωστή εκπαίδευση και η επαρκής εμπειρία του θεράποντος γιατρού που θα αξιολογήσει τον ασθενή και αφετέρου οι σωστές πληροφορίες που θα δώσει ο ασθενής.
  2. Από την κατάσταση άμυνας του οργανισμού του ασθενούς. Όσο πιο “μειωμένη” είναι, όπως π.χ. σε χρόνιες και σοβαρές καταστάσεις, τόσο μικρότερο είναι και το αποτέλεσμα της θεραπείας.

Κατά τη διάρκεια της ομοιοπαθητικής αγωγής, αλλά και για διάστημα ενός-δύο χρόνων, ο ασθενής πρέπει να αποφεύγει:

  • Ισχυρά φάρμακα (ιδίως αντιβιοτικά-κορτιζόνη). Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης συνεννοηθείτε με το γιατρό.
  • Καφέ και καθετί που περιέχει καφεΐνη, όπως η κόκα-κόλα και ορισμένα παυσίπονα. Επιτρέπονται υποκατάστατα του καφέ από κριθάρι, ρεβύθι ή καφές χωρίς καφεΐνη.
  • Μέντα (υπάρχει σε λικέρ, καραμέλες, ορισμένες οδοντόκρεμες).
  • Καμφορά (όπως οι αλοιφές εντριβών Vicks κλπ.).
  • Ευγενόλη (δηλαδή γαρυφαλέλαιο, ουσία που χρησιμοποιείται σε οδοντοσφραγίσματα).

Ο ασθενής, πριν αρχίσει ομοιοπαθητική αγωγή, καλό είναι να επισκεφτεί τον οδοντίατρο, ώστε να μην έχει οδοντιατρικές εκκρεμότητες.

Σε ειδικές περιπτώσεις ο γιατρός μπορεί να υποδείξει αποφυγή και άλλων ουσιών ή ορισμένων τροφών.

Έτσι χαρακτηρίζονται ορισμένες καταστάσεις στις οποίες τα άτομα έχουν “εξάρτηση” από συγκεκριμένες ουσίες όπως κάπνισμα, αλκοολισμός, τοξικομανία κλπ. Αυτές οι καταστάσεις μπορεί να βοηθηθούν από την ομοιοπαθητική, όχι πάντοτε στον ίδιο βαθμό. Υπάρχουν λοιπόν ασθενείς που βοηθήθηκαν να “απεξαρτηθούν” από το κάπνισμα, το αλκοόλ ή ναρκωτικές ουσίες και άλλοι όχι. Εδώ πρέπει να επαναλάβουμε ότι κάθε περίπτωση ασθενούς εξατομικεύεται και δεν υπάρχει ειδικό φάρμακο γι’ αυτήν ή την άλλη κατάσταση “εξάρτησης”. Επίσης αποτελεί προϋπόθεση για τη θεραπεία ειδικά αυτών των καταστάσεων η ταυτόχρονη προσπάθεια και συνεργασία από μέρους του ασθενούς.

Εφόσον το πρόβλημα της παχυσαρκίας είναι πρόβλημα διαταραχής του μεταβολισμού, θεραπευοντας το θα φύγουν τα περιττά κιλά. Αν όμως η παχυσαρκία οφείλεται στην άλογη κατανάλωση τροφής, χρειάζεται οπωσδήποτε δίαιτα με ταυτόχρονη ομοιοπαθητική αγωγή, γιατί είναι γνωστό ότι η βουλιμία έχει ψυχογενές υπόβαθρο.

Λαμβάνονται κατά προτίμηση το πρωί 15-20 λεπτά πριν από το πρόγευμα, εκτός αν υπάρχουν διαφορετικές οδηγίες από το γιατρό. Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα δεν ερεθίζουν το βλεννογόνο του στομάχου κι έτσι μπορούν να λαμβάνονται άφοβα ακόμη

και από “στομαχικούς” ασθενείς.

Είναι γνωστό ότι τόσο το κάπνισμα όσο και η υπερκατανάλωση αλκοόλ έχουν κακές συνέπειες στην υγεία (καρδιοπάθειες, καρκίνος, κίρρωση ήπατος κλπ.). Είναι καλό επομένως οι ασθενείς να παύουν το κάπνισμα και να κάνουν περιορισμένη χρήση αλκοόλ. Ωστόσο οι ουσίες αυτές δεν φαίνεται να δημιουργούν πάντα ιδιαίτερα προβληματα στη δράση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων.

Αν κατά τη διάρκεια της ομοιοπαθητικής θεραπείας παρουσιαστεί κάποιο οξύ πρόβλημα (κρυολόγημα, διάρροια, επιπεφυκίτιδα, έντονος πονοκέφαλος κλπ.), επικοινωνήστε με το γιατρό για να σας υποδείξει το κατάλληλο για σας ομοιοπαθητικό φάρμακο ή να σας δώσει άλλες οδηγίες.

Αν η επικοινωνία είναι αδύνατη και πρέπει οπωσδήποτε να βρείτε ανακούφιση, απευθυνθείτε σε οποιονδήποτε γιατρό ή νοσοκομείο και ακολουθήστε τις οδηγίες ή τη φαρμακευτική αγωγή που θα σας δοθεί. Δεν υπάρχει κανένας φόβος συνέργειας ή αντίδρασης με τα ομοιοπαθητικά φάρμακα. Όμως στην επόμενη επίσκεψη πρέπει να ενημερώσετε το γιατρό για το οξύ πρόβλημά σας και το φάρμακο που αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσετε, για να σας δώσει κάτι συμπληρωματικό, αν το κρίνει απαραίτητο.

Μετά από μία επιτυχή ομοιοπαθητική θεραπεία είναι δυνατό να εμφανιστεί υποτροπή, ιδίως:

  • αν η γενική κατάσταση του οργανισμού είναι προβληματική 
  • αν το πρόβλημα είναι χρόνιο
  • αν μεσολάβησαν συναισθηματικές ή σωματικές ταλαιπωρίες 
  • αν δεν τηρήθηκαν σωστά οι υποδείξεις του γιατρού.

Το κόστος της ομοιοπαθητικής θεραπείας σε σχέση με την κλασική είναι πολύ μικρότερο. Μία μηνιαία φαρμακευτική αγωγή κυμαίνεται από 5 έως 15 ευρώ, ενώ οι τιμές των ιατρικών επισκέψεων είναι αντίστοιχες με αυτές των κλασικών συναδέλφων. Μόνο που ο ομοιοπαθητικός γιατρός αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο για κάθε ασθενή του.